Όταν η δημοκρατία λειτουργεί χωρίς πραγματικές επιλογές
Σε μια περίοδο όπου η πολιτική συζήτηση κυριαρχείται από την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τη διατήρηση της τάξης, οι επιλογές εμφανίζονται ολοένα και πιο περιορισμένες. Οι αποφάσεις παρουσιάζονται ως αναγκαίες, οι εναλλακτικές ως μη ρεαλιστικές και ο δημόσιος διάλογος μετακινείται από το «τι θέλουμε» στο «τι αντέχουμε».
Αυτή η μετατόπιση δεν καταργεί τη δημοκρατία. Τη μετασχηματίζει. Η δημοκρατική διαδικασία συνεχίζει να λειτουργεί τυπικά, αλλά το περιεχόμενό της συρρικνώνεται. Οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν, όμως οι επιλογές μοιάζουν ήδη προδιαγεγραμμένες.
Από την επιλογή στην αποδοχή
Όταν η πολιτική παρουσιάζεται ως μονόδρομος, η πράξη της επιλογής αλλάζει νόημα. Η ψήφος δεν λειτουργεί ως εργαλείο κατεύθυνσης, αλλά ως επιβεβαίωση μιας ήδη ειλημμένης πορείας. Η συμμετοχή μετατρέπεται σε αποδοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική συζήτηση χάνει το συγκρουσιακό της στοιχείο. Η διαφωνία δεν εξαφανίζεται, αλλά περιορίζεται. Όχι επειδή δεν υπάρχουν αντιρρήσεις, αλλά επειδή οι εναλλακτικές παρουσιάζονται ως εκτός πραγματικότητας.
Η σύγκλιση τριών λόγων
Η συρρίκνωση των επιλογών δεν προκύπτει από έναν μόνο παράγοντα. Προκύπτει από τη σύγκλιση τριών ισχυρών λόγων: της ασφάλειας, της οικονομικής αναγκαιότητας και της τάξης.
Η ασφάλεια υπόσχεται προστασία. Η οικονομική πολιτική υπόσχεται σταθερότητα. Η τάξη υπόσχεται κανονικότητα. Μαζί, συγκροτούν ένα πλαίσιο όπου η αμφισβήτηση εμφανίζεται ως ρίσκο και η εναλλακτική ως απειλή για την ομαλότητα.
Η δημοκρατία ως διαδικασία χωρίς ρίσκο
Η δημοκρατία, όμως, ιστορικά προϋποθέτει ρίσκο. Προϋποθέτει αβεβαιότητα, σύγκρουση και επιλογή. Όταν επιχειρεί να λειτουργήσει χωρίς αυτά, μετατρέπεται σε διαδικασία διαχείρισης και όχι σε πεδίο πολιτικής απόφασης.
Σε μια δημοκρατία χωρίς πραγματικές επιλογές, οι πολίτες δεν στερούνται δικαιωμάτων. Στερούνται δυνατότητας κατεύθυνσης. Και αυτή η απώλεια δεν γίνεται πάντα ορατή άμεσα.
Το πρώτο σημάδι του περιορισμού
Το πρώτο σημάδι δεν είναι η καταστολή. Είναι η γλώσσα. Όταν οι αποφάσεις περιγράφονται σταθερά ως αναπόφευκτες, όταν οι εναλλακτικές χαρακτηρίζονται ανεύθυνες και όταν η διαφωνία μεταφράζεται σε κίνδυνο, ο χώρος της επιλογής αρχίζει να στενεύει.
Και τότε η δημοκρατία συνεχίζει να λειτουργεί, αλλά με όλο και λιγότερα πραγματικά διλήμματα.
Πώς συμπιέζεται θεσμικά το πεδίο της επιλογής
Η συρρίκνωση των πραγματικών επιλογών δεν προκύπτει από μια μεμονωμένη απόφαση. Προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι θεσμοί όταν αντιμετωπίζουν την πολιτική ως ζήτημα διαχείρισης κινδύνου. Η ασφάλεια, η οικονομία και η τάξη συγκροτούν ένα πλέγμα που περιορίζει το εύρος της επιλογής χωρίς να καταργεί τυπικά τη δημοκρατία.
Οι θεσμοί συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά. Οι διαδικασίες τηρούνται. Οι αποφάσεις λαμβάνονται. Όμως το πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητούνται γίνεται ολοένα και πιο στενό.
Η ασφάλεια ως φίλτρο πολιτικής απόφασης
Όταν η ασφάλεια αποκτά κεντρικό ρόλο, μετατρέπεται σε φίλτρο αξιολόγησης κάθε πολιτικής επιλογής. Οι αποφάσεις κρίνονται όχι με βάση το αν εξυπηρετούν κοινωνικές ανάγκες, αλλά με βάση το αν αποτρέπουν κινδύνους. Έτσι, η πολιτική μετατοπίζεται από την επιδίωξη στόχων στην αποφυγή απειλών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εναλλακτικές δεν απορρίπτονται ως λανθασμένες. Απορρίπτονται ως επικίνδυνες. Και αυτή η μετατόπιση αλλάζει ριζικά τη φύση του δημόσιου διαλόγου.
Η οικονομική αναγκαιότητα και ο λόγος των δεσμεύσεων
Η οικονομική πολιτική ενισχύει αυτή τη λογική μέσω της επίκλησης δεσμεύσεων, κανόνων και αγορών. Οι επιλογές παρουσιάζονται ως περιορισμένες από εξωτερικούς παράγοντες που δεν επιδέχονται πολιτική διαπραγμάτευση. Έτσι, η ευθύνη μεταφέρεται από την πολιτική βούληση στη δομή.
Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, οι πολιτικές επιλογές συχνά διαμορφώνονται μέσα από κανόνες και περιορισμούς που επηρεάζουν άμεσα τη δημοκρατική νομιμοποίηση και το εύρος της πολιτικής απόφασης.
Οι αποφάσεις εμφανίζονται τεχνικές. Οι διαφωνίες χαρακτηρίζονται μη ρεαλιστικές. Και ο δημόσιος διάλογος μετακινείται από το «ποια κοινωνία θέλουμε» στο «τι επιτρέπεται».
Η τάξη ως όριο συμμετοχής
Παράλληλα, η έννοια της τάξης λειτουργεί ως όριο πολιτικής συμμετοχής. Η διαμαρτυρία, η πίεση και η συλλογική δράση γίνονται αποδεκτές μόνο στο μέτρο που δεν διαταράσσουν την κανονικότητα. Όταν την υπερβαίνουν, αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα προς διαχείριση.
Με αυτόν τον τρόπο, η δημοκρατική συμμετοχή δεν ακυρώνεται. Ρυθμίζεται. Και η ρύθμιση αυτή επηρεάζει το ποιος μπορεί να ακουστεί και πώς.
Η κανονικοποίηση της στενότητας
Το πιο κρίσιμο στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι η κανονικοποίησή της. Οι περιορισμένες επιλογές παρουσιάζονται ως φυσική κατάσταση. Η συρρίκνωση δεν εμφανίζεται ως εξαίρεση, αλλά ως νέο κανονικό.
Σε αυτή τη συνθήκη, η δημοκρατία δεν καταρρέει. Συνεχίζει να λειτουργεί με λιγότερο χώρο, λιγότερη ένταση και λιγότερη αβεβαιότητα. Και ακριβώς γι’ αυτό, ο περιορισμός της γίνεται δυσδιάκριτος.
Το θεσμικό παράδοξο
Το παράδοξο είναι ότι οι θεσμοί που σχεδιάστηκαν για να προστατεύουν τη δημοκρατία συμβάλλουν, άθελά τους, στη συρρίκνωση της επιλογής. Όχι μέσω αυταρχισμού, αλλά μέσω σταθερότητας. Όχι μέσω απαγορεύσεων, αλλά μέσω πλαισίων.
Και όσο αυτά τα πλαίσια παρουσιάζονται ως αναπόφευκτα, τόσο δυσκολότερο γίνεται να αμφισβητηθούν.


