Γιατί το «δεν ξέρω» μας αγχώνει περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε
Το «δεν ξέρω» είναι μια από τις πιο ειλικρινείς φράσεις που μπορεί να πει ένας άνθρωπος.
Κι όμως, είναι και από τις πιο δύσκολες.
Στην καθημερινότητα, στις συζητήσεις, στη δουλειά, ακόμα και στα πιο απλά ζητήματα, ο εγκέφαλός μας δείχνει να προτιμά μια πρόχειρη ή και λανθασμένη απάντηση από την παραδοχή της άγνοιας. Όχι επειδή θέλουμε να παραπλανήσουμε, αλλά επειδή η αβεβαιότητα μάς δημιουργεί ένταση.
Ο άνθρωπος δεν δυσκολεύεται τόσο με το λάθος.
Δυσκολεύεται με το κενό.
Ο εγκέφαλος αναζητά κλείσιμο, όχι ακρίβεια
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί με έναν βασικό στόχο: να μειώνει την αβεβαιότητα. Όταν δεν έχει απάντηση, μένει σε κατάσταση εκκρεμότητας. Και αυτή η εκκρεμότητα εκλαμβάνεται ως απειλή.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί με έναν βασικό στόχο: να μειώνει την αβεβαιότητα, κάτι που στην ψυχολογία περιγράφεται ως ανάγκη για γνωστικό κλείσιμο, δηλαδή η τάση να προτιμούμε μια γρήγορη απάντηση από την παρατεταμένη αβεβαιότητα.
Μια απάντηση — ακόμη κι αν είναι λάθος — προσφέρει κάτι πολύτιμο:
αίσθηση ελέγχου.
Το «δεν ξέρω» αφήνει το σύστημα ανοιχτό.
Και το ανοιχτό σύστημα προκαλεί άγχος.
Γιατί μια λάθος απάντηση μοιάζει πιο ασφαλής
Στην πράξη, μια λανθασμένη απάντηση:
-
κλείνει προσωρινά το ερώτημα
-
επιτρέπει στον εγκέφαλο να προχωρήσει
-
μειώνει την εσωτερική ένταση
Το «δεν ξέρω», αντίθετα, απαιτεί υπομονή, αναμονή και αποδοχή του αγνώστου. Αυτές δεν είναι δεξιότητες που καλλιεργούνται εύκολα.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε συζητήσεις, πολλοί άνθρωποι μιλούν με βεβαιότητα για θέματα που γνωρίζουν ελάχιστα. Η βεβαιότητα, ακόμη κι αν είναι ψευδής, λειτουργεί καθησυχαστικά.
Η κοινωνική πίεση της σιγουριάς
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ατομικό. Είναι και κοινωνικό.
Ζούμε σε περιβάλλοντα όπου η σιγουριά ανταμείβεται. Εκείνος που «έχει άποψη» ακούγεται πιο αξιόπιστος από εκείνον που παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει. Το «δεν ξέρω» συχνά παρερμηνεύεται ως αδυναμία, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένδειξη επίγνωσης.
Έτσι, μαθαίνουμε από νωρίς ότι πρέπει να απαντάμε.
Όχι απαραίτητα σωστά, αλλά γρήγορα.
Όταν η αβεβαιότητα γίνεται προσωπική απειλή
Σε βαθύτερο επίπεδο, το «δεν ξέρω» αγγίζει κάτι πιο ευαίσθητο: την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Η άγνοια μπορεί να εκληφθεί ως ρήγμα στην ταυτότητά μας, ειδικά όταν συνδέουμε την αξία μας με τη γνώση ή τον έλεγχο.
Γι’ αυτό και πολλές φορές υπερασπιζόμαστε μια άποψη ακόμη κι όταν αμφιβάλλουμε για την ορθότητά της. Η παραδοχή της άγνοιας μοιάζει πιο απειλητική από το λάθος.
Το «δεν ξέρω» ως ανεκμετάλλευτη δύναμη
Παράδοξα, η επιστήμη, η μάθηση και η πραγματική κατανόηση ξεκινούν πάντα από το «δεν ξέρω». Χωρίς αυτό, δεν υπάρχει ερώτημα. Χωρίς ερώτημα, δεν υπάρχει αναζήτηση.
Όμως ο εγκέφαλός μας δεν είναι φτιαγμένος για να αγαπά την αβεβαιότητα.
Είναι φτιαγμένος για να την κλείνει.
Και κάπου εκεί γεννιέται η προτίμηση στο λάθος.
Ένα ανθρώπινο ένστικτο, όχι προσωπικό ελάττωμα
Το ότι προτιμάμε μια λάθος απάντηση από το «δεν ξέρω» δεν μας κάνει ανειλικρινείς ή επιπόλαιους. Μας κάνει ανθρώπους. Είναι ένας μηχανισμός άμυνας απέναντι σε έναν κόσμο που σπάνια προσφέρει καθαρές και άμεσες απαντήσεις.
Το ζήτημα δεν είναι να εξαφανίσουμε αυτή την τάση.
Το ζήτημα είναι να τη συνειδητοποιήσουμε.
Γιατί μόνο τότε μπορούμε να επιλέξουμε, συνειδητά αυτή τη φορά, πότε αξίζει να πούμε με άνεση και χωρίς φόβο:
«Δεν ξέρω. Ακόμη.»
Πώς η ανάγκη για σιγουριά επηρεάζει τη σκέψη μας και τη δημόσια συζήτηση
Όταν η αβεβαιότητα γίνεται αφόρητη
Η αβεβαιότητα δεν μας κουράζει μόνο νοητικά.
Μας κουράζει συναισθηματικά.
Όταν δεν έχουμε απάντηση, ο εγκέφαλος μένει «ανοιχτός». Δεν ξέρει πού να ακουμπήσει, τι να προβλέψει, πώς να οργανώσει το επόμενο βήμα. Αυτή η κατάσταση, όσο ήπια κι αν φαίνεται, δημιουργεί εσωτερική ένταση. Και η ένταση ζητά διέξοδο.
Συχνά, αυτή η διέξοδος είναι μια απάντηση — όχι απαραίτητα σωστή, αλλά αρκετή για να κλείσει προσωρινά το θέμα.
Από την ατομική σκέψη στη συλλογική βεβαιότητα
Αυτός ο μηχανισμός δεν λειτουργεί μόνο ατομικά.
Λειτουργεί και συλλογικά.
Όταν πολλοί άνθρωποι νιώθουν αβεβαιότητα ταυτόχρονα, η κοινωνία τείνει να ευνοεί απλές, απόλυτες εξηγήσεις. Δεν επιλέγονται επειδή είναι ακριβείς, αλλά επειδή είναι ξεκάθαρες. Προσφέρουν αίσθηση τάξης σε μια περίοδο σύγχυσης.
Έτσι γεννιούνται οι εύκολες αφηγήσεις.
Και έτσι επιβιώνουν, ακόμη κι όταν τα δεδομένα αλλάζουν.
Η σιγουριά ως κοινωνικό νόμισμα
Στον δημόσιο λόγο, η σιγουριά ανταμείβεται.
Όποιος μιλά με αυτοπεποίθηση ακούγεται πιο πειστικός από εκείνον που εκφράζει αμφιβολίες, ακόμη κι αν ο δεύτερος είναι πιο προσεκτικός ή πιο ειλικρινής.
Το «δεν είμαι σίγουρος» συχνά εκλαμβάνεται ως αδυναμία.
Το «έτσι είναι» ως δύναμη.
Αυτή η δυναμική δεν ευνοεί τη σκέψη.
Ευνοεί τη βεβαιότητα — ακόμη κι όταν είναι επιφανειακή.
Γιατί το λάθος είναι πιο ανεκτό από την αναμονή
Το λάθος μπορεί να διορθωθεί.
Η αναμονή, όμως, απαιτεί αντοχή.
Όταν παραδεχόμαστε ότι δεν ξέρουμε, αποδεχόμαστε ταυτόχρονα ότι χρειαζόμαστε χρόνο. Χρόνο για πληροφορίες, για επεξεργασία, για αλλαγή άποψης. Αυτό δεν είναι εύκολο σε έναν κόσμο που κινείται γρήγορα και απαιτεί άμεσες τοποθετήσεις.
Έτσι, το λάθος μοιάζει πιο «λειτουργικό» από το κενό.
Κλείνει τη συζήτηση.
Η αναμονή την κρατά ανοιχτή.
Πώς αυτό επηρεάζει την ενημέρωση και τη δημόσια συζήτηση
Στην ενημέρωση, η ανάγκη για γρήγορες απαντήσεις δημιουργεί πίεση. Πολύ συχνά, το πλαίσιο θυσιάζεται για τη σαφήνεια και η επιφύλαξη αντικαθίσταται από απόλυτους τίτλους.
Δεν πρόκειται πάντα για πρόθεση παραπλάνησης.
Πρόκειται για προσαρμογή σε ένα κοινό που δυσκολεύεται να ανεχτεί το «δεν ξέρουμε ακόμη».
Όμως έτσι, η προσωρινή άγνοια παρουσιάζεται ως οριστική αλήθεια.
Και η διόρθωση που έρχεται αργότερα μοιάζει με αναξιοπιστία.
Η αξία της συνειδητής αβεβαιότητας
Η ψυχολογική ωριμότητα δεν βρίσκεται στη σιγουριά.
Βρίσκεται στην ικανότητα να αντέχουμε την αβεβαιότητα χωρίς να πανικοβαλλόμαστε.
Το «δεν ξέρω» δεν είναι τέλος σκέψης.
Είναι αρχή.
Όταν μαθαίνουμε να το χρησιμοποιούμε συνειδητά, δεν μας αποδυναμώνει. Μας προστατεύει από πρόχειρα συμπεράσματα και από την ανάγκη να υπερασπιζόμαστε απόψεις που δεν έχουμε προλάβει να εξετάσουμε.
Από την ανάγκη για απαντήσεις, στην ανάγκη για κατανόηση
Ο εγκέφαλός μας θα συνεχίσει να αναζητά σιγουριά.
Αυτό δεν αλλάζει.
Αλλά μπορούμε να αλλάξουμε τη σχέση μας με αυτή την ανάγκη. Να αναγνωρίζουμε πότε μια απάντηση μας ανακουφίζει προσωρινά και πότε μας στερεί τη δυνατότητα να καταλάβουμε βαθύτερα τι συμβαίνει.
Η πραγματική κατανόηση δεν έρχεται πάντα γρήγορα.
Αλλά, σε αντίθεση με τη βιαστική βεβαιότητα, αντέχει στον χρόνο.


