ο παράδοξο της επανάληψης στην ελληνική δημόσια συζήτηση
Στην Ελλάδα, πολλά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα μοιάζουν να επιστρέφουν διαρκώς στο προσκήνιο. Παρότι αλλάζουν οι εποχές, οι κυβερνήσεις και οι συνθήκες, η δημόσια συζήτηση συχνά κινείται γύρω από τα ίδια προβλήματα, με την ίδια ένταση και τις ίδιες διαπιστώσεις. Η αίσθηση ότι «τα έχουμε ξανακούσει όλα» δεν είναι τυχαία· είναι αποτέλεσμα μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που σπάνια οδηγεί σε ουσιαστική αλλαγή.
Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική σκηνή. Αντανακλά έναν ευρύτερο τρόπο με τον οποίο η κοινωνία προσεγγίζει τα προβλήματά της. Συζητάμε, αναλύουμε, σχολιάζουμε, αλλά συχνά χωρίς να περνάμε στο επόμενο στάδιο: αυτό της εφαρμογής, της δοκιμής και της αξιολόγησης λύσεων. Έτσι, ο δημόσιος λόγος γίνεται γνώριμος, αλλά όχι απαραίτητα αποτελεσματικός.
Όταν η συζήτηση γίνεται αυτοσκοπός
Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο, η συζήτηση πολλές φορές λειτουργεί ως εκτόνωση. Υπάρχει έντονη συμμετοχή, έντονο συναίσθημα και έντονη ανάγκη να εκφραστεί άποψη. Αυτό, από μόνο του, δεν είναι αρνητικό. Το πρόβλημα ξεκινά όταν η συζήτηση σταματά εκεί και δεν μετατρέπεται σε συλλογική αναζήτηση λύσεων ή σε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης.
Με τον καιρό, η επανάληψη αυτής της διαδικασίας δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Τα προβλήματα αναγνωρίζονται, αλλά παραμένουν άλυτα, όχι επειδή είναι αόρατα, αλλά επειδή η κοινωνία συνηθίζει την ύπαρξή τους. Όταν κάτι συζητιέται συνεχώς χωρίς αποτέλεσμα, σταδιακά παύει να προκαλεί αίσθηση επείγοντος και γίνεται μέρος της κανονικότητας.
Η φράση που κλείνει κάθε συζήτηση
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές αντιδράσεις στον ελληνικό δημόσιο λόγο είναι η φράση «αυτά τα ξέρουμε». Η φράση αυτή δεν εκφράζει γνώση, αλλά κόπωση. Δηλώνει ότι το θέμα δεν θεωρείται πια άξιο ουσιαστικής ενασχόλησης, επειδή έχει συζητηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, ακόμη κι αν δεν έχει επιλυθεί.
Όταν ένα ζήτημα αντιμετωπίζεται ως αυτονόητο, παύει να εξετάζεται σε βάθος. Δεν αναζητούνται νέες προσεγγίσεις, δεν αμφισβητούνται παλιές παραδοχές και δεν δημιουργείται χώρος για διαφορετική σκέψη. Έτσι, τα ίδια προβλήματα επανέρχονται, όχι επειδή είναι καινούρια, αλλά επειδή δεν τα κοιτάξαμε ποτέ πραγματικά με φρέσκο βλέμμα.
Ένα μοτίβο με διεθνή διάσταση
Παρότι η επανάληψη αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στην Ελλάδα, δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Σε πολλές χώρες, όταν ο δημόσιος διάλογος μετατρέπεται σε συνήθεια, χάνει σταδιακά τη δύναμή του να επηρεάζει την πραγματικότητα. Η διαφορά βρίσκεται στο αν και πώς η συζήτηση μεταφράζεται σε πράξη.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο αξίζει να σταθεί κανείς πιο προσεκτικά. Όχι για να αποδώσει ευθύνες, αλλά για να κατανοήσει γιατί ορισμένες κοινωνίες καταφέρνουν να σπάνε τον κύκλο της επανάληψης, ενώ άλλες παραμένουν εγκλωβισμένες σε αυτόν.
Η κόπωση του δημόσιου διαλόγου και η γέννηση του κυνισμού
Όταν τα ίδια ζητήματα επανέρχονται συνεχώς στη δημόσια συζήτηση χωρίς να οδηγούν σε απτές λύσεις, το πρώτο συναίσθημα που καλλιεργείται είναι η κόπωση. Οι πολίτες εκτίθενται ξανά και ξανά στα ίδια επιχειρήματα, στις ίδιες αντιπαραθέσεις και στις ίδιες υποσχέσεις, μέχρι που η διαδικασία παύει να προκαλεί ενδιαφέρον. Δεν είναι ότι το πρόβλημα παύει να υπάρχει· είναι ότι η επανάληψη το καθιστά συναισθηματικά δυσβάσταχτο.
Αυτή η κόπωση δεν εκφράζεται πάντα με αποχή ή σιωπή. Συχνά μετατρέπεται σε κυνισμό. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να παρακολουθούν, να σχολιάζουν και να συμμετέχουν στον διάλογο, αλλά χωρίς την προσδοκία ότι κάτι θα αλλάξει ουσιαστικά. Ο δημόσιος λόγος χάνει σταδιακά τη δύναμή του να κινητοποιεί και μετατρέπεται σε έναν θόρυβο που συνοδεύει την καθημερινότητα.
Όταν η απάθεια μοιάζει λογική αντίδραση
Η απάθεια δεν εμφανίζεται από αδιαφορία. Εμφανίζεται ως μηχανισμός άμυνας. Όταν οι πολίτες νιώθουν ότι η συμμετοχή τους δεν έχει αποτέλεσμα, η αποστασιοποίηση γίνεται ένας τρόπος να προστατευτούν από τη ματαίωση. Η συνεχής έκθεση σε προβλήματα χωρίς προοπτική λύσης δημιουργεί την αίσθηση ότι η προσωπική εμπλοκή δεν έχει νόημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η απάθεια παρουσιάζεται συχνά ως έλλειψη ενδιαφέροντος, ενώ στην πραγματικότητα είναι προϊόν υπερβολικής ενασχόλησης στο παρελθόν. Είναι το σημείο στο οποίο ο άνθρωπος παύει να επενδύει συναισθηματικά σε έναν διάλογο που δεν τον ανταμείβει με πρόοδο ή διαφάνεια.
Η δυσπιστία απέναντι στον δημόσιο λόγο
Καθώς η κόπωση και ο κυνισμός εδραιώνονται, ενισχύεται και η δυσπιστία. Οι πολίτες αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τον δημόσιο λόγο με καχυποψία, θεωρώντας ότι πίσω από κάθε συζήτηση κρύβεται σκοπιμότητα ή επανάληψη χωρίς ουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτουν τη σημασία των θεμάτων, αλλά ότι αμφισβητούν την ειλικρίνεια και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας.
Η δυσπιστία αυτή έχει συνέπειες. Μειώνει τη διάθεση για συμμετοχή, αποδυναμώνει τη συλλογική δράση και καθιστά πιο δύσκολη την οικοδόμηση κοινών στόχων. Όταν η κοινωνία δεν πιστεύει πια ότι ο διάλογος μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή, η ίδια η έννοια της δημόσιας συζήτησης χάνει το νόημά της.
Σύμφωνα με πρόσφατη διεθνή έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD), η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και στον δημόσιο διάλογο συνδέεται άμεσα με την ποιότητα, τη σαφήνεια και την αξιοπιστία της πληροφόρησης που λαμβάνουν, γεγονός που δείχνει ότι όταν η ενημέρωση γίνεται επαναλαμβανόμενη αλλά όχι ουσιαστική, η δυσπιστία τείνει να εδραιώνεται αντί να υποχωρεί.
Ένας κύκλος που αυτοτροφοδοτείται
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο αυτού του φαινομένου είναι ότι τείνει να αυτοτροφοδοτείται. Όσο λιγότερη εμπιστοσύνη υπάρχει στον δημόσιο λόγο, τόσο πιο επιφανειακή γίνεται η συζήτηση. Και όσο πιο επιφανειακή γίνεται, τόσο περισσότερο ενισχύεται η αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει».
Έτσι, η επανάληψη των ίδιων προβλημάτων δεν είναι απλώς αποτέλεσμα αδυναμίας επίλυσης. Είναι και συνέπεια ενός διαλόγου που έχει χάσει τη δυνατότητα να εμπνέει συμμετοχή και να γεννά προσδοκία.
Πώς μπορεί να ξανακερδηθεί η εμπιστοσύνη στον δημόσιο διάλογο
Η εμπιστοσύνη στον δημόσιο διάλογο δεν χάνεται από τη μία στιγμή στην άλλη και, αντίστοιχα, δεν αποκαθίσταται με μια απλή αλλαγή τόνου ή με περισσότερες συζητήσεις. Χτίζεται σταδιακά, μέσα από τη συνέπεια, τη σαφήνεια και τη διάθεση για ουσιαστική κατανόηση των προβλημάτων. Όταν οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι ο διάλογος δεν περιορίζεται σε διαπιστώσεις, αλλά συνοδεύεται από βάθος και συνέχεια, αρχίζουν να τον αντιμετωπίζουν ξανά ως κάτι χρήσιμο.
Το πρώτο βήμα δεν είναι να ειπωθούν καινούρια πράγματα, αλλά να ειπωθούν τα γνωστά με διαφορετικό τρόπο. Όχι ως συνθήματα, αλλά ως ερωτήματα. Όχι ως αφορμές αντιπαράθεσης, αλλά ως αφορμές σκέψης. Εκεί ακριβώς ξεκινά η μετατόπιση από τον θόρυβο στην ουσία.
Ο ρόλος της ποιότητας στην ενημέρωση και την ανάλυση
Η ποιότητα της ενημέρωσης παίζει καθοριστικό ρόλο στο αν ο δημόσιος διάλογος μπορεί να λειτουργήσει ξανά δημιουργικά. Όταν η πληροφορία παρουσιάζεται αποσπασματικά, χωρίς πλαίσιο και χωρίς ανάλυση, ενισχύει τη σύγχυση και την κόπωση. Αντίθετα, όταν ένα θέμα φωτίζεται σε βάθος, με σαφήνεια και χωρίς υπερβολές, δίνει στον αναγνώστη τα εργαλεία να σκεφτεί και όχι απλώς να αντιδράσει.
Η ανάλυση δεν σημαίνει επιβολή άποψης. Σημαίνει εξήγηση. Σημαίνει να συνδέονται τα γεγονότα με τις αιτίες τους και τις πιθανές συνέπειες τους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο αναγνώστης δεν αισθάνεται ότι χειραγωγείται, αλλά ότι συμμετέχει σε μια διαδικασία κατανόησης της πραγματικότητας.
Από την επανάληψη στην κατανόηση
Η έξοδος από τον κύκλο της επανάληψης δεν απαιτεί ριζικές τομές στον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία από τη μία μέρα στην άλλη. Απαιτεί όμως αλλαγή νοοτροπίας. Απαιτεί να περάσουμε από το «το έχουμε ξανακούσει» στο «ας το καταλάβουμε καλύτερα». Από την αγανάκτηση στην επεξεργασία.
Όταν τα προβλήματα αντιμετωπίζονται όχι μόνο ως αντικείμενα συζήτησης, αλλά ως φαινόμενα που χρειάζονται ερμηνεία, τότε ανοίγει χώρος για κάτι διαφορετικό. Όχι απαραίτητα για άμεσες λύσεις, αλλά για πιο ώριμες αποφάσεις και πιο συνειδητή συμμετοχή.
Ένα διαφορετικό μοντέλο δημόσιου λόγου
Η ελληνική επικαιρότητα μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για έναν πιο ουσιαστικό δημόσιο λόγο, αν αντιμετωπιστεί όχι ως αλληλουχία γεγονότων, αλλά ως καθρέφτης κοινωνικών μοτίβων. Όταν ο διάλογος αποκτά βάθος και συνέχεια, παύει να είναι απλώς επαναληπτικός και γίνεται εργαλείο κατανόησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αξία δεν βρίσκεται στο πόσο έντονα συζητάμε, αλλά στο πόσο καθαρά καταλαβαίνουμε τι συζητάμε. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η δυνατότητα να σπάσει ο κύκλος της στασιμότητας και να δημιουργηθεί χώρος για κάτι πιο ουσιαστικό.

