Το 2025 ξεκίνησε με μια σειρά αυξημένων κυβερνοεπιθέσεων που έφεραν στο προσκήνιο το πιο αδύναμο σημείο πολλών δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών στην Ελλάδα: την ψηφιακή ασφάλεια. Από επιθέσεις ransomware σε δήμους, μέχρι στοχευμένες διαρροές δεδομένων σε νοσοκομεία και παρόχους ενέργειας, η χώρα αντιμετωπίζει ένα κύμα κυβερνοαπειλών που, σύμφωνα με ειδικούς, είναι πιο καλά οργανωμένο και πιο επίμονο από ποτέ.
Η διεθνής αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων έχει οδηγήσει πολλά κράτη και επιθετικές ομάδες χάκερ να χρησιμοποιούν τον κυβερνοχώρο ως νέο «πεδίο μάχης». Η Ελλάδα, ως χώρα με κρίσιμες υποδομές που σχετίζονται με ενέργεια, ναυτιλία, μεταφορές και υγεία, βρίσκεται εντός αυτού του πλαισίου και αποτελεί ελκυστικό στόχο. Την ίδια στιγμή, η ένταση των χτυπημάτων έχει δημιουργήσει πίεση στην κυβέρνηση αλλά και στους οργανισμούς να αναβαθμίσουν άμεσα τα συστήματα και τις διαδικασίες τους.
Οι πιο πρόσφατες επιθέσεις
Σε διάστημα λίγων εβδομάδων, συστήματα ελληνικών δήμων βρέθηκαν εκτός λειτουργίας μετά από στοχευμένη επίθεση ransomware. Οι χάκερ κατάφεραν να εισβάλουν μέσω παλαιωμένων μηχανισμών πρόσβασης, κρυπτογράφησαν αρχεία και ζήτησαν λύτρα σε κρυπτονομίσματα. Το πλήγμα προκάλεσε προβλήματα σε οικονομικές υπηρεσίες, δημοτολόγια, έκδοση πιστοποιητικών και ηλεκτρονικές πληρωμές.
Την ίδια στιγμή, η διαρροή δεδομένων από ιδιωτικό όμιλο υγείας προκάλεσε ανησυχία, καθώς εκτέθηκαν προσωπικά στοιχεία ασθενών, ιατρικά δεδομένα και οικονομικές πληροφορίες. Η υπόθεση βρίσκεται υπό διερεύνηση από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία εξετάζει αν υπήρξαν παραλείψεις στην τήρηση των πρωτοκόλλων ασφαλείας.
Επιπλέον, εταιρείες ενέργειας ανέφεραν στοχευμένες απόπειρες παραβίασης των συστημάτων τους. Αν και δεν υπήρξε επιβεβαιωμένη διαρροή ή λειτουργική κατάρρευση, οι επιθέσεις αυτές θεωρούνται εξαιρετικά σοβαρές, δεδομένου ότι μπορούν να επηρεάσουν ευθέως την καθημερινότητα των πολιτών και τη σταθερότητα της χώρας.
Γιατί αυξήθηκαν οι κυβερνοεπιθέσεις
Η εντατικοποίηση των επιθέσεων δεν είναι τυχαία. Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, οι κυβερνοεγκληματικές ομάδες λειτουργούν πλέον σαν επαγγελματικές επιχειρήσεις, με οργανωμένη δομή, τεχνική τεχνογνωσία και στρατηγική στόχευση. Συχνά χρηματοδοτούνται ή υποστηρίζονται από κρατικούς φορείς, ιδιαίτερα σε περιόδους γεωπολιτικών εντάσεων.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περίοδο που δέχεται αυξημένη πίεση στα ελληνοτουρκικά, ενώ εμπλέκεται ενεργά σε διεθνείς συμμαχίες. Αυτές οι παράμετροι την καθιστούν «σημαντικό ψηφιακό στόχο», όπως αναφέρουν ερευνητικά κέντρα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Παράλληλα, η ταχεία ψηφιοποίηση του κράτους και των επιχειρήσεων, αν και σημαντική για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, δημιούργησε σημεία τρωτότητας όπου δεν έχουν προσαρμοστεί πλήρως τα συστήματα ασφαλείας.
Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Κυβερνοασφάλειας (ENISA), η Ελλάδα καταγράφει συνεχή αύξηση σε κυβερνοαπειλές κατά δημόσιων οργανισμών, κρίσιμων υποδομών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ειδικά σε επιθέσεις τύπου phishing, ransomware και DDoS.
Η αντίδραση της κυβέρνησης
Το ελληνικό κράτος έχει ξεκινήσει από το 2024 μια διαδικασία αναβάθμισης των συστημάτων ασφάλειας, με τη δημιουργία νέων μονάδων κυβερνοάμυνας και την αναδιοργάνωση των πρωτοκόλλων για κρίσιμες υπηρεσίες. Το Εθνικό Κέντρο Κυβερνοασφάλειας έχει πλέον αυξημένες αρμοδιότητες και καλείται να εντοπίζει, να αξιολογεί και να αποτρέπει επιθέσεις σε πραγματικό χρόνο.
Παρόλα αυτά, οι ειδικοί σημειώνουν ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει σημαντικές ελλείψεις, τόσο σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού όσο και σε επίπεδο σύγχρονων εργαλείων ανίχνευσης επιθέσεων. Οι δημόσιοι οργανισμοί συχνά λειτουργούν με ξεπερασμένα συστήματα, ανεπαρκή firewalls και χαμηλή εκπαίδευση προσωπικού σε θέματα κυβερνοασφάλειας.
Επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και στους πολίτες
Οι κυβερνοεπιθέσεις δεν αποτελούν απλώς τεχνικό πρόβλημα· έχουν πραγματικές και άμεσες συνέπειες στην οικονομία και στην καθημερινότητα των πολιτών. Μία επιτυχής επίθεση σε δημοτικό σύστημα μπορεί να καθυστερήσει κρίσιμες συναλλαγές, να καθυστερήσει επιδόματα ή να προκαλέσει χάος σε τοπικές υπηρεσίες.
Για τις επιχειρήσεις, μια κυβερνοεπίθεση μπορεί να επιφέρει οικονομική ζημιά, νομικές συνέπειες, απώλεια δεδομένων, πλήγμα στην αξιοπιστία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και διακοπή λειτουργίας. Σε κλάδους όπως η ενέργεια, οι μεταφορές ή η υγεία, οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρές, επηρεάζοντας τη ζωή και την ασφάλεια εκατομμυρίων πολιτών.
Σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ένα αυξανόμενο ποσοστό πολιτών δηλώνει αυξημένη ανησυχία για την ασφάλεια των προσωπικών τους δεδομένων, ιδίως μετά από περιστατικά που αφορούσαν φορολογικές υπηρεσίες, νοσοκομεία και παρόχους τηλεπικοινωνιών. Η εμπιστοσύνη στο ψηφιακό κράτος, αν και βελτιωμένη σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθεί να δοκιμάζεται σε τέτοια περιστατικά.
Μπορεί η Ελλάδα να προστατευτεί;
Οι ειδικοί στην κυβερνοασφάλεια συμφωνούν ότι καμία χώρα δεν μπορεί να προστατευθεί 100% από επιθέσεις. Ωστόσο, μπορεί να μειώσει δραστικά την πιθανότητα επιτυχίας τους με συνδυασμό τεχνολογίας, διαδικασιών και εκπαίδευσης.
Κεντρικά μέτρα που προτείνονται:
- Αναβάθμιση υποδομών και αντικατάσταση παλαιωμένων συστημάτων.
- Υιοθέτηση τεχνολογιών ανίχνευσης απειλών με τεχνητή νοημοσύνη.
- Συνεχής εκπαίδευση προσωπικού, ιδίως σε δημόσιους φορείς.
- Υποχρεωτικά πρωτόκολλα ασφαλείας για κρίσιμες υποδομές.
- Περιορισμός πρόσβασης με πολυεπίπεδη ταυτοποίηση.
- Άμεση ανταπόκριση και ομάδες αντιμετώπισης περιστατικών.
Το ζήτημα της διαφάνειας
Ένα ακόμη σημαντικό θέμα είναι η ενημέρωση των πολιτών. Πολλές κυβερνοεπιθέσεις δεν ανακοινώνονται ποτέ, είτε για να αποφευχθεί πανικός, είτε για να μην πληγεί η δημόσια εικόνα των φορέων. Ωστόσο, η διαφάνεια είναι κρίσιμη: όταν οι πολίτες γνωρίζουν ότι τα δεδομένα τους ίσως έχουν παραβιαστεί, μπορούν να λάβουν μέτρα προστασίας, όπως αλλαγή κωδικών ή παρακολούθηση ύποπτων συναλλαγών.
Η πίεση για δημόσια ενημέρωση αυξάνεται, ιδίως μετά τις πρόσφατες υποθέσεις στον χώρο της υγείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η κυβέρνηση εξετάζει πλέον πρωτόκολλο υποχρεωτικής ενημέρωσης σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης δεδομένων.
Η επόμενη μέρα
Το ζήτημα της κυβερνοασφάλειας δεν είναι προσωρινό. Είναι μια διαρκής πρόκληση που θα συνεχίσει να εντείνεται όσο η Ελλάδα –και ο κόσμος– ψηφιοποιείται. Η επιτυχία της χώρας στον ψηφιακό μετασχηματισμό θα εξαρτηθεί από την ικανότητά της να προστατεύει πολίτες, επιχειρήσεις και κρίσιμες υποδομές.
Τα επόμενα βήματα πρέπει να περιλαμβάνουν σημαντικές επενδύσεις, εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς. Αν η Ελλάδα καταφέρει να θωρακιστεί καλύτερα, όχι μόνο θα μειώσει τον κίνδυνο επιθέσεων, αλλά θα δημιουργήσει και ένα ασφαλές περιβάλλον που ενισχύει την εμπιστοσύνη και την ανάπτυξη.


